Οι περισσότεροι ασθενείς με διαβήτη δεν ελέγχουν συστηματικά την υγεία των ματιών τους, παρότι η αυξημένη γλυκόζη (σάκχαρο) στο αίμα αποτελεί κύρια αιτία πολλών, συχνών και σοβαρών οφθαλμοπαθειών, όπως δείχνει νέα έρευνα.
Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Thomas Jefferson και το Οφθαλμολογικό Νοσοκομείο Wills στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, παρακολούθησαν επί τέσσερα χρόνια σχεδόν 2.000 διαβητικούς ασθενείς, διαπιστώνοντας πως μόλις το 42% έκαναν κάθε χρόνο τις προληπτικές οφθαλμολογικές εξετάσεις που συνιστώνται σε όλους.
Μάλιστα η συμμόρφωση με αυτή τη σύσταση παρατηρήθηκε κυρίως σε όσους είχαν ήδη μέτριο προς σοβαρό οφθαλμολογικό πρόβλημα λόγω του σακχάρου τους. Οι ασθενείς αυτοί είχαν 86% μεγαλύτερη πιθανότητα να πηγαίνουν τακτικά στον οφθαλμίατρο, συγκριτικά με όσους είχαν ακόμα ήπια προβλήματα όρασης.
«Τα ευρήματα αυτά είναι πολύ ανησυχητικά γιατί τα μάτια είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στην γλυκόζη αίματος. Δεν είναι τυχαίο ότι μερικές φορές οι διαβητικοί ασθενείς βλέπουν θολά για λίγες μέρες ή εβδομάδες όταν αλλάζουν την φαρμακευτική αγωγή τους. Η υψηλή γλυκόζη μπορεί να αλλάξει τα επίπεδα των υγρών ή να προκαλέσει οίδημα (πρήξιμο) στους ιστών των ματιών που συμβάλλουν στην εστίαση του φωτός, με συνέπεια να θολώνει προσωρινά η όραση. Αυτού του είδους η επίπτωση υποχωρεί όταν τα επίπεδα της γλυκόζης ομαλοποιηθούν», αναφέρει ο δρ Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, MD, Χειρουργός-Οφθαλμίατρος, ιδρυτής και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Οφθαλμολογίας LaserVision, καθηγητής Οφθαλμολογίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.
Όταν, όμως, το αυξημένο σάκχαρο δεν ρυθμίζεται καλά και παραμένει σε υψηλά επίπεδα, προκαλεί με την πάροδο του χρόνου βλάβες στα λεπτά αιμοφόρα αγγεία του οπίσθιου τμήματος των ματιών (αμφιβληστροειδής χιτώνας). Αυτού του είδους οι βλάβες μπορεί να αρχίσουν ακόμα και στους ανθρώπους με επίμονο προδιαβήτη, δηλαδή τα επίπεδα του σακχάρου τους είναι μεν υψηλά, αλλά όχι ακόμα τόσο πολύ ώστε να διαγνωστεί σακχαρώδης διαβήτης.
Σε γενικές γραμμές, όσο περισσότερο καιρό έχει κανείς σάκχαρο υψηλότερο από το φυσιολογικό, τόσο πιθανότερο είναι να παρουσιάσει βλάβες στα αγγεία των ματιών του.
«Οι βλάβες αυτές μπορεί να οδηγήσουν σε διαφυγή υγρού από τα αγγεία, οίδημα, δημιουργία νέων πιο αδύναμων αιμοφόρων αγγείων ή και σε αιμορραγία που οδηγεί στη δημιουργία ουλών ή στην ανάπτυξη επικίνδυνα υψηλής ενδοφθάλμιας πίεσης. Όλ’ αυτά είναι τα χαρακτηριστικά τεσσάρων οφθαλμοπαθειών που παρατηρούνται στους διαβητικούς ασθενείς», εξηγεί ο κ. Κανελλόπουλος.
Οι οφθαλμοπάθειες αυτές είναι η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια, το διαβητικό οίδημα της ωχράς κηλίδας, ο καταρράκτης και το γλαύκωμα.
Από διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια πάσχει περίπου ένας στους τρεις ασθενείς με διαβήτη άνω των 40 ετών. «Αποτελεί τη συχνότερη αιτία απώλειας της όρασης στη συγκεκριμένη ομάδα ασθενών. Ωστόσο η έκβασή της εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τον προληπτικό έλεγχο της όρασης και τη ρύθμιση του σακχάρου. Η έγκαιρη διάγνωση μπορεί να μειώσει 95% την πιθανότητα τύφλωσης», τονίζει ο καθηγητής.
Το διαβητικό οίδημα της ωχράς εκδηλώνεται στο μεσαίο τμήμα του αμφιβληστροειδούς χιτώνα του ματιού: την ωχρά κηλίδα. Το τμήμα αυτό είναι υπεύθυνο για την κεντρική όραση (π.χ. για να διαβάζουμε, να οδηγούμε, να αναγνωρίζουμε πρόσωπα). Το διαβητικό οίδημα συνήθως αναπτύσσεται σε ασθενείς που έχουν ήδη διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια.