Η Διάσκεψη του Μονάχου πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1938 και αποτέλεσε μια από τις πιο σημαντικές συναντήσεις στην προπολεμική Ευρώπη. Στόχος της διάσκεψης ήταν η επίλυση της κρίσης στην Τσεχοσλοβακία, η οποία απειλούσε να οδηγήσει σε πόλεμο μεταξύ Γερμανίας και Τσεχοσλοβακίας.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεν και ο Γάλλος πρόεδρος Εντουάρντ Νταλανιέ έλαβαν μέρος στη διάσκεψη, ενώ ο Αδόλφος Χίτλερ και ο Μπενίτο Μουσολίνι επίσης παρευρέθηκαν. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν στη Συμφωνία του Μονάχου, με την οποία η Τσεχοσλοβακία άφηνε τα Σουδετικά πουλόβερ στη Γερμανία.
Ο Αμερικανός πρέσβης στη Μεγάλη Βρετανία, Τζόζεφ Κέννεντι, μετέφερε τα μηνύματα ανησυχίας του αμερικανικού προέδρου Φρανκλίν Ρούζβελτ προς τον Νεβίλ Τσάμπερλεν. Ο Ρούζβελτ δεν ήταν ικανοποιημένος από τις συμφωνίες που επιτεύχθηκαν στο Μόναχο και φοβόταν ότι η Γερμανία θα επιδιώκει περαιτέρω επεκτάσεις.
Η αμηχανία των Ευρωπαίων ηγετών μετά τη Διάσκεψη του Μονάχου ήταν εμφανής, καθώς πολλοί αντιλαμβάνονταν ότι οι συμφωνίες που επιτεύχθηκαν απλώς αναβάλλαν τον πόλεμο αντί να τον αποτρέψουν εντελώς. Η αδυναμία των Ευρωπαίων να αντιμετωπίσουν ενεργά την απειλή της ναζιστικής Γερμανίας έθετε σε αμηχανία τη διεθνή κοινότητα.
Το «ξεπούλημα» της Ουκρανίας αποτέλεσε ένα από τα αποτελέσματα της Διάσκεψης του Μονάχου. Ο Νταλανιέ και ο Τσάμπερλεν συμφώνησαν να μην υποστηρίξουν την Ουκρανία σε περίπτωση επίθεσης από τη Σοβιετική Ένωση, προκειμένου να διασφαλίσουν την ειρήνη με τη Γερμανία.
Τελικά, η Διάσκεψη του Μονάχου συμβόλισε την αποτυχία των Ευρωπαίων ηγετών να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις επεκτατικές προθέσεις του Χίτλερ. Η ανεπάρκεια των συμφωνιών που επιτεύχθηκαν στο Μόναχο οδήγησε σε περαιτέρω επεκτάσεις της Γερμανίας και, τελικά, στην έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.